- σαρανταρίζω
- αμετ. мне идёт сороковой год
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρανταρίζω — Ν [σαραντάρης] (αμτβ.) μπαίνω στην ηλικία τών 40 ετών, γίνομαι 40 χρονών … Dictionary of Greek
σαρανταρίζω — σαραντάρισα, γίνομαι σαράντα χρονών: Σαρανταρίσαμε και δεν το καταλάβαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαραντίζω — Ν [σαράντα] (αμτβ.) 1. συμπληρώνω σαράντα χρόνια, σαρανταρίζω, («σαράντισε ο μεγάλος γιος του») 2. (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες από την ημέρα τού τοκετού, οπότε και παίρνω ευχή καθαρισμού από τον ιερέα 3. (για βρέφος) συμπληρώνω σαράντα … Dictionary of Greek